- σατύριο
- το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος]νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρικήαρχ.1. είδος αφροδισιακού φυτού που εξερέθιζε την αφροδισιακή ορμή, πιθανώς είδος τού φυτού όρχις2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό οξυλάπαθον το μέγα3. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Fritillaria graeca4. είδος τρωκτικού παρυδάτιου ζώου, πιθανώς το Sorex moschatus5. είδος αγγείου («ἄλλα ὀρθηρὰ ἀνάγλυπτα ὠτάρια ἔχοντα σατύρια σὺν πυσμένει δ'», πάπ.)6. (κατά τον Ησύχ.) «σατύριον πόα τις συνεργὸς πρὸς τὰς Ἀφροδισίας ὁρμὰς καὶ ζῷον τετράπουν ἢ λιμναῑον».
Dictionary of Greek. 2013.